καμψόδυνος

καμψόδυνος
καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- τού κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επ-ώδυνος, μεγαλ-ώδυνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δακτυλοκαμψόδυνος — δακτυλοκαμψόδυνος, ον (Α) αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”